- δισακχαρίτες
- Οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην τάξη των σακχάρων. Οι δ. περιέχονται στις ρίζες, στα στελέχη και στους σπόρους πολλών φυτών, σε ποσότητα που κυμαίνεται· ζωικής προέλευσης είναι η γαλακτόζη, που περιέχεται στο γάλα των θηλαστικών. Οι δ. είναι κρυσταλλικά στερεά, διαλυτά στο νερό, και έχουν γεύση υπόγλυκη. Ανταποκρίνονται στον χημικό τύπο C12H22O11 και σχηματίζονται από την ένωση δύο μορίων απλού σακχάρου (μονοσακχαρίτη), η οποία αντιστοιχεί στον τύπο C6H12O6 όταν αφαιρεθεί ένα μόριο ύδατος. Τα δύο απλά σάκχαρα που αποτελούν το μόριο του δ. μπορούν να είναι όμοια ή διαφορετικά. Το ένα από αυτά είναι η γλυκόζη. Αν προκαλέσουμε τη διάσπαση ενός από τα όμοια μόρια σακχάρου από τα οποία αποτελείται ο δ., παίρνουμε μόνο γλυκόζη· αν όμως σχηματίζεται από δύο διαφορετικά μόρια, κατά τη διάσπασή του παίρνουμε ένα μόριο γλυκόζης και ένα ενός οποιουδήποτε απλού σακχάρου. Η μαλτόζη, η κελλοβιόζη, η γεντοβιόζη, η γαλακτόζη και, το περισσότερο ενδιαφέρον από όλα, το καλαμοσάκχαρο (η κοινή ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο ή τεύτλα) είναι όλα δ. Οι ενώσεις αυτές ονομάζονται επίσης βιόζες. Όταν οι δύο αλδόζες που συνιστούν το δ. είναι ενωμένες μεταξύ τους και με τα υδροξύλια στη θέση ένα, το σάκχαρο δεν έχει αναγωγικές ιδιότητες. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν δ. που δεν είναι αναγωγικοί και δ. αναγωγικοί, οι οποίοι κρυσταλλώνονται εύκολα. Αν εξαιρέσουμε τη γαλακτόζη, οι αναγωγικοί δ. προέρχονται από την υδρόλυση των πιο σύμπλοκων πολυσακχαριτών, ενώ αυτοί που δεν είναι αναγωγικοί δ. (π.χ. η ζάχαρη) βρίσκονται γενικά ελεύθεροι στη φύση.
Dictionary of Greek. 2013.